Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

οι κούνιες


Κούνια κούνια τω Βαγιώ
ωσπου να ρθει η Λαμπρή
με το κόκκινο τ' αυγό
και με το παχύ τ' αρνί

Κούνια κούνια τω Βαγιώ
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε το παχύ αρνί

Βαγιώ και κούνιες ήταν ο αριθμητής και ο παρανομαστής του ίδιου κλάσματος, όπως θα το έλεγε και κάποιος μαθηματικός. Δεν είναι νοητό το ένα δίχως το άλλο. Σε κάθε γειτονιά, όπου υπήρχε μεγάλο δένδρο, στήνονταν μια κούνια. Σε ένα γερό κλώνο, περνούσαν ένα μακρύ σχοινί, την "ζουβιά". Τραβούσαν τις δύο άκρες προς τα κάτω και στο ύψος μιας καρέκλας τις έδεναν κόμπο, αφήνοντας τη μια άκρη ελεύθερη που είχε μάκρος 3-4 μέτρα. Με αυτό έθεταν σε κίνηση την κούνια. Πάνω στον κόμπο, έβαζαν ένα κάθισμα (=μαξιλάρι). Κάθιζαν με τη σειρά ο ένας μετά τον άλλον, προηγούνταν τα κορίτσια, τα αγόρια έκαναν χρέη καβαλιέρου. Το κορίτσι έπιανε με τα χέρια το σχοινί απλ την μια και την άλλη και έπαιρνε το ελεύθερο σχοινί ανάμεσα στα πόδια της. Το αγόρι με επιδέξιους χειρισμούς δεξιά και αριστερά σήκωνε την κούνια ψηλά πέρα δώθε σαν το εκκρεμές. Η κίνηση αυτή είχε ιδιαίτερη χάρη, αλλά είχε και τα ...τυχερά της.
Η κοπέλα είχε την αίσθηση οτι πετούσε και προκαλούσε τον καβαλιέρο της με ξεφωνητά και γέλια κι εκείνος πάλι μαζί με την ικανοποίηση του καλού χειριστή είχε και την κρυφή λαχτάρα, πως ο αγέρας της κούνιας θα σηκώσει το φουστάνι της λίγο πάνω από το ...γόνατο!
Στις κούνιες που έκαναν τα παιδιά γινόταν πόλεμος, ποιος θα ανέβει, κι όταν αυτός που ήταν πάνω δυστροπούσε και δεν ήθελε να κατέβει, τραγουδούσαν όλοι μαζί:
Κούνια κούνια τω Βαγιώ
κι τσι γριας του αγγουνό,
κούνια κούνια σε μαγεύου
κι κουκιά σε μαγειρεύου
Κι αυτός...για να μην τονπιάσουν τα μάγια και πέσει και τσακιστεί, παραχωρούσε την θέση του σε άλλον.
Για την κούνια λέγανε πως η ρυθμική κίνηση και τοπέταγμα στα ψηλα έδιναν γεροσύνη και το σφίξιμο του κορμιού. Από τον φόβο μην πέσει, έσφιγγε την μέση και δεν πονούσε το "θερνό" όταν θέριζαν σκυφτοί όλη μέρα με το λησμονημένο τώρα πια "δρεπάνι".

Read more...

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Τω Βαγιώ


Οι γιορτές του Πάσχα άρχιζαν τη Βαγιοβδομάδα. Βαγιοβδομάδα έλεγαν τη βδομάδα που προηγείτο της Κυριακής των Βαίων και ήταν αφιερωμένη στις προετοιμασίες του Πάσχα.
Το Σάββατο του Λαζάρου, η Λαζαροσάββατο έκλεινε το κύκλος της δουλειάς και άρχιζε η περίοδος της προσευχής. Πρώτο σημάδι πως μπαίναμε στη Μεγάλη Βδομάδα οι βάγιες. Γέμιζαν οι νάρθηκες και οι αυλές των εκκλησιών με καταπράσινα λυγερά βλαστάρια μυρίνας, τα "βάγια". Ολα τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς έφερναν από ένα φορτίο με το ζώο τους βάγιες, έτσι το ήθελε η παράδοση.
Την άλλη μέρα, Κυριακή τω Βαγιώ, όλοι έβγαιναν απ' την εκκλησιά με μια αγκαλιά βάγια.Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον, χτυπώντας ελαφρά την πλάτη με τα πράσινα κλαδιά, και εύχονταν: " Και του χρόνου και καλό Πάσχα". Μετά το χαιρετισμό οι πρώτοι που δέχονταν τη χαρά του "Ωσαννά" ήταν οι νεκροί. Ολοι επισκέπτονταν τους τάφους των δικών τους και άφηναν πάνω στο "σταυρό" η την "ταφόπετρα" ένα κλαδί βάγιας. Στο σπίτι έκαναν ένα σταυρό με βάγια και τον κάρφωναν στο ανώφλι της πόρτας. Εκεί θα έμενε όλο το χρόνο φυλαχτό από το κακό μάτι και την κακιά ώρα. Ενα κλαδί κρέμαζαν επίσης στην πόρτα του σταύλου, της μάντρας, του κήπου.

Read more...

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Το τραγούδι της Ίμβρου


Την εποχή των πειρατών, κοντά στο '21 την Ίμβρο κατακούρσευαν συνέχεια πειρατές. Από τότε είναι και το παρακάτω τραγούδι:

Πάνω στο βράχο κάθομαι, την θάλασσα κοιτάζω,
γλέπω καράβια στο γιαλό, φρεγάδες κι αρμενίζουν.
Λέγω 'ναι κλέφτες το φορτιό, λέγω Αρβανιτάδες!
Δεν είναι κλέφτες το φορτιό, δεν είν' Αρβανιτάδες,
μον ' είν' ο Μπίνος κι έρχεται κι αυτή η Αποστολάρα,
και 'νι κι ο καπετάν Ζορμπάς με δώδεκα χιλιάδες.
Πατούν τη Νίμπρο, τρια χωριά, παίρν' απ' τα δυο κορίτσια,

παίρν' απ ' το Κάστρο όμορφες κι απ' το Γλυκύ σουλτάνες

κι απ ' την καημέν' την Παναγιά δεν μπόρεσαν να πάρουν,
μόνο την κατακούρσεψαν, την έκαναν λιβάδι.

Τρούμπα μαρίνα έπαιξε και μάζεψε τ' ασκέρι.
_ Μπίνο, για δώσ' μας άδεια μες τα βουνά να βγούμε,
της Παναγιάς τις όμορφες όλες να τις εβρούμε,

σαν αίγες και σαν πρόβατα όλες να μαζευτούνε.
_Πήρε βοριάς, θα φύγουμε...

Read more...

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Κασκαβάλια η αλλιώς τα τυριά της γριάς


Ήταν κάποτε στην Ίμβρο μία γριά που ήταν η πιο πλούσια του νησιού. Στην κυριολεξία δεν ήξερε τι είχε. Από αιγοπρόβατα μέχρι κτήματα και χρήματα.

Οι γεροντότεροι Ίμβριοι διηγούνται ότι τα πρόβατα και τα κατσίκια της ήταν περισσότερα κι από τις πέτρες των βουνών. Οι τσομπάνηδες κι οι παραγιοί της ήταν περισσότεροι από όλους τος υπόλοιπους τσομπάνηδες του νησιού. Σε κάθε γέννα τω ζώων της πήγαινε η ίδια και ξεχώριζε πια θα κρατήσει και πια θα πουλήσει. Κάθε φορά κράταγε 3.000 από τα νεογέννητα "χίλια μίδια, χίλια κούτλα,χίλια με τα κέρατα", δηλαδή χίλια που δεν έχουν μεγάλα αυτιά, χίλια χωρίς κέρατα και χίλια με κέρατα. Οι καλύβες της ήταν πάντα γεμάτες με τυριά, μυζήθρες και βούτηρα. όταν γινόταν πόλεμος, αμέτρητα καράβια έρχονταν στην Ίμβρο κι αγόραζαν από την γριά.

Τότε ο Μάρτης είχε 29 ημέρες κι όχι 31 που ξέρουμε σήμερα. Μία χρονιά στα μέσα του Μάρτη ξέσπασε κακοκαιρία που πάγωσε όλα τα ζώα του νησιού εκτός από της γριάς. Μέχρι και η θάλασσα πάγωσε. Στις 29 που έφευγε ο Μάρτης η γριά τον κορόιδεψε λέγοντας ότι μπήκε, βγήκε, χάλασε τον κόσμο, όμως τα ζώα της την γλύτωσαν. Θύμωσε ο Μάρτης και δανείστηκε 2 ημέρες από τον αδελφό του Φλεβάρη (ο οποίος έμεινε με 28 ημέρες μέχρι σήμερα). Έτσι εκείνο το βράδυ ο Μάρτης άρχισε το χιόνι και την παγωνιά κι όλα τα ζώα της γριάς πάγωσαν εκτός από τα 3.000 νεογέννητα που πρόλαβε να τα τυλίξει η γριά με χοντρά κιλίμια.

Η γριά όταν είδε αυτό το κακό τρελάθηκε, θύμωσε με τον Θεό και έβαλε τα τυριά της το ένα πάνω στο άλλο, για να φτιάξει σκαλοπάτια μέχρι τον ουρανό για να Τον επιπλήξει. Ο Θεός θύμωσε με την ασέβεια και το θράσος της γριάς και την μετέτρεψε κι αυτή και τα τυριά της σε πέτρα. Τα τυριά της όπως βλέπεται στην φωτογραφία παραμένουν μέχρι σήμερα στοιβαγμένα στον γιαλό.




http://imvroslanguage-customs.blogspot.com/2010/03/blog-post_19.html

Read more...

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

θεραπεία...


Το ξέρω οτι είναι Σαρακοστή και δεν κάνει να μιλάμε γι' αυτά, όμως ήταν και αυτά μέσα στη ζωή. Μιας και το θυμήθηκα θέλω να σας το πω.
Είχα ένα φίλο που λέτε, τον Σταύρο τον Τσιμπλή.
Αυτός όταν ήταν μικρός, υπέφερε ο καημένος από μια αρρώστια που κρατούσε πολύ καιρό. Μη με ρωτήσετε να σας πω τι ήταν γιατί σίγουρα δεν ξέρω, κανείς μας δεν ήξερε.
Μια μέρα το λοιπόν, η γιαγιά και η μάνα του τον κατέβασαν στο γιαλό. Εκεί του έβγαλαν την φανέλα του, το πάνω εσώρουχο, και καθισμένες στην άμμο, η πάνω σε μια πέτρα, εκεί που σκάει το κύμα στην ακροθαλασσιά, βουτούσαν το ρούχο στην θάλασσα σαράντα φορές, σε σαράντα κύματα. Παρακαλούσαν να σβήσει η αρρώστια από το άρρωστο παιδί τους όπως σβήνει το κύμα στη στεριά.
Οταν έφευγαν, έπρεπε να μη γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω τη θάλασσα, εκεί που άφησαν το "κακό".
Η αλήθεια είναι οτι ο Σταύρος είναι σήμερα κάπου στην Αυστραλία. Ζει και βασιλεύει.
Τι είδους αρρώστια ήταν, τι έγινε κανείς δεν ξέρει.
Την πήραν τα "σαράντα κύματα".
Μεταξύ μας, όχι μόνο του Σταύρου αλλά και ένα σωρό άλλα παιδιά ακολουθησαν αυτή τη "θεραπεία" μεταξύ αυτων και εκείνος που γράφει τούτες τις γραμμές...

Read more...

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

τα κόλλυβα του Αι Θόδωρου


Το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής έκαναν τα γνωστά παντού κόλλυβα των Αγίων Θεοδώρων. Απ΄αυτά οι κοπέλες έπαιρναν μερικά κουκιά, τα έδεναν στο μαντηλάκι τους και τα έβαζαν τη νύχτα κάτω από το μαξιλάρι τους, για να ονειρευτούν ποιον θα παντρευτούν, όπως κάνουν και στους γάμους με τα κουφέτα της νύφης.
Επίσης αν κανένα δένδρο δεν κάρπιζε, έδεναν σε ένα πανάκι λίγα κόλλυβα, "τ' Αγιου Θουδώρ", και τα κρέμαζαν σε ένα κλώνο, για να δέσει το δένδρο καρπό, όπως έκαναν για τις συκιές, στις οποίες κρέμαζαν μια αρμαθιά "ορνιούς", πρώιμα άγρια σύκα. Και για τούτο ίσως υπάρχει κάποια σχέση, όπως η ομοιογένεια, για να γίνεται η γονιμοποίηση των μεν από τα δε, στα κόλλυβα όμως; τι σχέση μπορούν να έχουν τα κόλλυβα με τα ροδάκινα, τα ρόδια, τ΄αμύγδαλα καιτους άλλους καρπούς; Αυτό μένει η έρευνα της παράδοσης να το δείξει...

Read more...

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

"μάρτης"


Νηστεία και στις 9 του Μάρτη, για να τιμήσουν τους Σαράντα Μάτυρες. Αντί γοργόπιτες έκαναν τηγανίτες από χυλό σε μέγεθος μικρής παλάμης και τις έψηναν με λάδι στο τηγάνι(τηγανίτες), έρχναν επάνω μπόλικο μέλι και τις μοίραζαν με τα πιάτα. Εκαναν επίσης και "σαραντακούλουρ΄κα", κλίκια των Σαράντα. Ήταν σαν τα γνωστά κουλουράκια σε σκχήμα κύκλου, η διπλά, σε σχήμα 8.
Άλλοτε τα έψηναν στο τηγάνι, όπως τις τηγανίτες και άλλοτε στο φούρνο. Τα περνούσαν τρία τρία σε κλωστή στριμμένη άσπρο κόκκινο, που την έλεγαν "μάρτη" και τα μοίραζαν στα παιδιά. Ελεγαν γι' αυτά: " Σαράντα να φας, σαράντα να πεις , σαράντα να δώσεις για την ψ' χή σ".
Από την ίδια κλωστή, τον "μάρτη" εκαναν κι από ένα βραχιολάκι στο χέρι κάθε παιδιού που το φορούσε όλο το Μάρτη, για να μην το μαυρίσει ο μαρτιάτικος ήλιος!
Στο τέλος του μήνα το έβγαζαν και το έκρυβαν στο χώμα η κάτωαπό μια πέτρα και περίμεναν τι δώρο θα τους φέρει η άλλη μέρα. Τη νύχτα πήγαιναν οι μεγάλοι και κάτι έβαζαν, ένα μικρό δωράκι, συνήθως μια αρμαθιά πολύχρωμα χάντρα, και την άλλη μέρα οι μικροί είχαν πανηγύρι. Η κρέμαζαν τον "μάρτη" στη ροδιά κι έλεγαν, σαν το ρόδι να γίνει το πρόσωπο τους.

Read more...

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

θυμόταν η γριά το τριήμερο


To πρώτο γεύμα που έτρωγαν οι γριές μετά το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας ήταν το "Ματσ", ένα σοφό παρασκεύασμα για το άδειο στομάχι και τον εξαντλημένο από την πείνα οργανισμό. Με ζύμη απο σιταρένιο αλεύρι άνοιγαν πλατιά και μεγάλα φύλλα, τα "φλουμάρια" και τα άπλωναν να στραγγίσσουν. Τα έκοβαν ύστερα σε ψιλά ψιλά κομματάκια με το χέρι και τα έβαζαν με νερό και μέλι, έκαναν δηλαδή ένα είδος μελόσουπας. Ζύμωναν επίση, μικρά σταρένια ψωμάκια, "γουργόπιτες", τα έκοβαν σε τέταρτα, τα άλειφαν με μέλι και τα μοίραζαν στην γειτονιά.
Γιατί την μελόπιτα την έλεγαν"ματσ", δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, πλην ου πολυτεμαχισμού των "φλουμαριών" γιατί στην Ίμβρο, όταν λέγαμε οτι ένα πράγμα έγινε πολλά μικρά κομματάκια, λέγαμε: "έγινε μάτσια"
Από την τριήμερη αυτή νηστεία που κρατούσαν οι γριές, τρεις ολόκληρες μέρες, βγήκε ο λόγος "θυμόταν η γριά το τριήμερο", γιατί μια τριήμερη "απεργία πείνας" κι αν δεν έχει μέσα της το στοιχείο της διαμαρτυρίας, είναι οπωσδήποτε μια οδυνηρή εμπειρία, που δεν ξεχνιέται εύκολα. Γι' αυτό αν κάποιος επιχειρούσε να κάνει κάτι, για το οποίο άλλοτε μετάνοιωσε έλεγαν: "θυμόταν η γριά το τριήμερο"!

Read more...

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Καθαρά Δευτέρα


Την Καθαρή Δευτέρα, πρώτη μέρα της μεγάλης Σαρακοστής, όσα σκεύη και δοχεία χρησιμοποίησηαν τις Απόκριες, τα έπλυναν με "αλ'σιά" (αλυσίβα), που την έκαναν με στάχτη, για να είναι ο καθαρισμός τέλειος, ούτε μυρωδιά πασχαλιάτικου φαγητού.
Κάθε Σαρακοστή δεν ήταν απλά μια χρονική περίοδος που προηγείτο ενός σημαντικού θρησκευτικού γεγονότος, όπως η Μεγάλη Σαρακοστή, το Πάσχα, το Σαρανταήμερο, τα Χριστούγεννα κι ο Δεκαπενταύγουστος της Παναγίας, αλλά ήταν ένας κύκλος ημερών, μέσα στον οποίο η ζωή κυλούσε με έναν άλλο ρυθμό διαφορετικό από τον άλλο χρόνο με κυριαρχο στοιχείο τη νηστεία. Σαρακοστή και νηστεία ήταν ταυτόσημα και η νηστεία ήταν ουσία ζωής και όχι τύπος.
Θυμάμαι τα χρόνια της γιαγιάς, πως τηρούσαν την νηστεία που σήμερα αν και δεν είναι μακρινή εποχή εκείνη, να μας φαίνεται απίστευτο.
Πολλοί μάλιστα, ηλικιωμένοι και γυναίκες, δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι όλη τη Σαρακοστή, και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, όχι μόνο καμιά ζωοτροφή αναίμακτη, γάλα, τυρί, βούτυρο, αυγά και άλλα, όμως ούτε λάδι έτρωγαν.
Πολλές γριές, τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Σρακοστής, Καθαρά Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, δεν έβαζαν στο στόμα τους ούτε ψωμί. Κρατούσαν το λεγόμενο "τριήμερο".

Συνεχίζεται...

Read more...

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Αλλες φιγούρες αποκριάτικες


Άλλη φιγουρα ήταν ένας ζευγολάτης με δύο παλικάρια στο ζυγο για βόδια, που σέρνουν το ξύλινο αλέτρι, ορφώνει τους δρόμους και τις αυλές, κι ένας από πίσω με ένα σακί ρίχνει σπόρο. Οι δυο αυτές φιγούρες, οι τόσο απλές και ανθρώπινες, νομίζω πως δεν είναι τυχαίες εφευρέσεις. Θαρρώ πως έχουν κάποιο βαθύτερο νόημα, πως συμβολίζουν δηλαδή τον ερχομό του ανθρώπου στον κόσμο και τον αγώνα του για την επιβίωση του.

Μια άλλη διασκεδαστική φιγούρα ήταν η "Καμήλα". Οι δυο που ήταν κάτω από τον μανδύα, μια λινάτσα ή ένα σεντόνι, έτσι καθώς περπατούν στα τυφλά, δεν μπορούν να συντονίσουν την πορεία του, σκαμπανεβάζουν μπρος πίσω και μοιάζει σαν να έχει πεισμώσει η Καμήλα και δεν πάει, κι ο καμηλιέρης βγάζει την σκούφια του και τη δαγκώνει κι όλοι σκάζουν στα γέλια.

Τσιγγάνες με παρδαλά ρούχα πουλούν καλάθια και σιδερικά, που φτιάχνουν οι τσιγγάνοι, τσάπες, σκάρες, πυροστιές, και μασιές, βλέπουν και τιςμοίρες και λεν στον καθένα τα...κακά της μοίρας του!

Αυτά και άλλα πολλά, αυτοσχέδια η που ήταν έμπνευση της στιγμής...και γινόταν χαλασμός!

Συνεχίζεται...

Read more...