Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

παραμονή Πρωτοχρονιάς


Κατά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μεγάλη κίνηση. Πολλά τα πάνε έλα για να γίνουν όλα καλά. Χρονιάρα μέρα. Μια πρόσθετη φροντίδα ήταν η Βασιλόπιτα.
Τη ζύμωνε η νοικοκυρά με τα χέρια της, με ντόπια αγνά υλικά, εκτός από τη ζάχαρη και τα μπαχαρικά κι ένα κοινό νόμισμα ( για χρυσό ούτε λόγος).
Απαραίτητη ήταν και η "μπακλαβού", κομένη σε ρόμβους, ψιλή και ρόδινη μ' ένα μοσχοκάρφι σε κάθε κομμάτι σαν μαύρο ματάκι.
Την Πρωτοχρονιά, έλεγαν, αν σου συμβεί κάτι,καλό η κακό, βασιλεύει, θα επαναλαμβάνεται όλο το χρόνο, γι' αυτό πρόσεχαν να μηντους συμβεί κάτι δυσάρεστο. Φοβούνταν από αρρώστια και ατύχημα, πρόσεχαν να μην χτυπήσουν, να μην ματώσουν, να μην μαλώσουν, να μην σπάσουν κανένα αντικείμενο, να μη χάσουν κάτι, γι' αυτόπολύ λίγοι δοκίμαζαν την τύχη τους στα χαρτιά: "καλά να κερδίσω, αν χάσω;". Απέφευγαν τα πάρεδώσε για να μην βασιλέψει το έξοδο. Ειδικά οι μικροί ήταν εξαιρετικά προσεκτικοί και φρόνιμοι. Οι μεγάλοι τους το θύμιζαν: "Κάτσε καλά θα σου τις βασιλέψω!"
Οι κυνηγοί πήγαιναν στο κυνήγι για να βασιλέψουν το ντουφέκι τους και να έχουν επιτυχίες όλο το χρόνο. Έριχναν σε ότι έβρισκαν μπροστά τους αρκεί να το ματώσουν, όπως έλεγαν, δεν είναι βολετό, κάτι θα βρεθεί, ένα κοτσύφι, μια τσίχλα, έφταναν να ρίξουν σε κάτι για το καλό του χρόνου.

Read more...

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Οι καλικάτζαροι


Σε όλη τούτη την διαδικασία και την φροντίδα, όλα να γίνουν όμορφα, παραμονεύει ένας κίνδυνος. Το μαγάρισμα του ψημένου κρέατος από τους καλικάτζαρους.
Είναι οι καλικάτζαροι τα μικρά εκείνα δαιμόνια με τα κατσικίσια ποδαράκια, τα μεγάλα σαν της νυχτερίδας αυτιά, την αποκρουστική φάτσα και τα τρελά φερσίματα που ανεβάινουν από τα έγκατα της γής όπου ολοχρονίς αγωνίζονται να κόψουν τον κορμό του δένδρου που κρατά τη γη, για να την γκρεμίσουν στα τάρταρα, η βγαίνουν από τα βάθη της θάλασσας, ανάμεσα Ίμβρου και Σαμοθράκης, όπου έχουν τον μεγάλο μύλο που αλέθει το άλας για να αρμυρίσει το νερό και να μην μπορούν οι άνθρωποι να το χρησιμοποιήσουν.
Την παραμονή των Χριστουγέννων αφήνουν τα "θεάρεστα" έργα τους και ανεβαίνουν στη γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους και να χαλάσουν το γιορταστικό κέφι. Γι' αυτό οι νοικοκυρές την παραμονή από την αυγή μαζεύουν την στάχτη από το τζάκι και την έριχναν γύρω γύρω στο σπίτι σύριζα στον τοίχο, γιατι οι τρισκατάρατοι φοβούνται να την πατήσουν και να περάσουν. Αλλιώς σκαρφαλώνουν στο τοίχο, ανεβαόνουν στα κεραμίδια όπου κάνουν πολλή φασαρία, τρυπώνουν από την καπνοδόχο στο τζάκι για να κάνουν την ζημιά τους.
Τους τρελάινει η μυρωδιά του ψημένουν κρέατος. Θέλουν λοιπόν να πλησιάσουν και να τσιμπήσουν λίγο και αν δεν το καταφεύουν το μαγαρίζουν και φεύγουν.
Για να αποτρέψει λοιπόν την απόπειρά τους αυτή, αυτός που ψήνει κρατά ένα ξύλο αναμμένο που έχει γίνει σαν πίρος από την φωτιά το χτυπά πάνω στους δαυλούς για να κάνει σπίθες και λέει διάφορα λόγια. Τρομαγμένοι αυτοί κάνουν πίσω, αλλά θα ξανάρθουν. Είναι πεισματάρηδες γι' αυτό και η απειλή επαναλαμβάνεται.
Ένας άλλος λόγος που ρίχνουν την στάχτη είναι οτι όλα τα "ζούζουλα" που εισχωρούν στο σπίτι εμποδίζονται και ιδιαίτερα οι "μιλιτάκοι". Τα μικρά μυρμήγκια με το μελί χρώμα, που τρώνε τα κοράσια, τους μικρούς μεταξωσκόληκες, μόλις βγουν από το αυγό τους.

Read more...

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Η Μετάδοση


Μαζί με όλα αυτά, η νοικοκυρά ζύμωνε κι ένα πρόσφορο, ένα "σταυρό", όπως το λέγαμε, σφραγισμένο στη μέση μ΄ένα ξύλινο ¨σφραγιστό", από αυτούς που φτιάχνουν οι καλόγεροι στο Αγιονόρος.

Μαζί με τα ψωμιά και το "σταυρό" έκαναν και τα ¨κ'λίκια", με τη διαφορά πως δεν τα σφράγιζαν αυτά, μόνο έκαμαν στη μέση μια βούλα με τα τρία δάχτυλα, όπως, όταν τα ενώνουμε για να κάνουμε το σημείο του σταυρού. Τα κλίκια ήταν τόσα, όσα και τα "αδεξίμια" ( βαφτισιμιά) και τα έστελναν στον καθένα την Παραμονή μαζί με το χριστουγεννιάτικο δώρο. Τις πιο πολλές φορές το μοναδικό δώρο ήταν το "κ'λίκι".

Παραμονή Χριστούγεννα, η πρώτη μέρα του Δωδεκάμερου, και η πρώτη δουλειά να μεταλάβουμε.
το σύνθημα το έδινε από την αυγή, απ' τα βαθιά χαράματα, η καμπάνα της εκκλησιάς που καλούσε τους πιστούς να παν να κοινωνήσουν. Με το πρώτο "σήμαντρο", το πρώτο κάλεσμα, όλοι ήταν στο πόδι, έπρεπε όλοι να βιαστούν να μεταλάβουν, γιατί με το ξημέρωμα άρχιζε η δουλειά.
Μ' ένα φανάρι στο χέρι για να τους φέγγει στο δρόμο και το "σταυρο" τυλιγμένο σε γαλάζια "υφαντή"πετσέτα μαζί μ' ένα κερί διπλωμένο σε σχήμα θηλιάς, το "ζευγάρι", όπως λέγεται, και λίγα κουκιά λίβανο, αμοιβή στον παπά που θα τους δώσει τη μετάδοση, έφταναν μικρές μικρές ομάδες στην εκκλησιά.
Ένας παπάς στεκόταν σ' ένα στασίδι με το πετραχήλι στο λαιμό και διάβαζε στην κάθε ομάδα τη "σ΄χώρεση", την ευχή της εξομολόγησης, και ύστερα άπλωνε το ανοιχτό βιβλίο για "ο,τι προαιράτε" και καθένας έθετε μέσα τον οβολό του. Ύστερα περνούσαν ένας ένας από την βορινή Πύλη κι έπαιρναν τηνκοινωνία με πραγματικό φόβο Θεού.
Με την επιστροφή στο σπίτι ο χυλός για τις τηγανίτες ήταν έτοιμος. Τις έψηναν και τις έτρωγαν με μπόλιο μέλι. Ήταν το πρώτο φαγητό μετά τη Μετάδοση.

Συνεχίζεται....

Read more...

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

προς τα Χριστούγεννα


Σε τούτες τις διακοπές μόνο οι επαγγελματές δεν έπαιρναν μέρος, αντίθετα ο πυρετός της δουλειάς ήταν πολύ ψηλός. Ραφτάδες και τσαγκαράδες δούλευαν νύχτα μέρα, έκαναν ατέλειωτα νυχτέρια, γιατί όλοι τα Χριστούγεννα έπρεπε να ντυθούν στα καινούργια.
Οσο για τις νοικοκυρές, ε! αυτό δεν περιγράφεται! Όλα τα μέσα και τα σύνεργα της πάστρας στρατολογούνταν και παν' απ' όλα ο ασβέστης. Όλα έπρεπε να λάμπουν, κι όταν όλα τέλειωναν, την προπαραμονή, άρχιζε το μεγάλο πανηγύρι, το ζύμωμα. Τούτο δεν ήταν μια απλή δουλειά, ήταν μια ιεροτελεστία. Κάθε νοικοκυρά φιλοδοξούσε να κάνει για το σπίτι, τους δικούς της, για τους φίλους της, το καλύτερο.
Άναβαν όλοι οι φούρνοι στις γειτονιές κι άναβαν πυρκαγιές στις αισθήσεις. Μεγάλα αφράτα σταρένια ψωμιά, κιτρινα σαν το φλουρί, τυλιγμένα σε κατάλευκα σιδερωμένα ψωμοπάνια, μέσα στις κούπες, αράδα μπροστά στο φούρνο, ανάσαιναν φρεσκάδα και υπόσχεση σαν τα μικρά παιδιά στις κούνιες, που υπόσχονται τη συνέχιση της ζωής.
Οι γανωμένοι ταβάδες άστραφταν και μέσα οι κουραμπιέδες, φτιαγμένοι από αγνό ντόπιο βούτυρο, μοσχομύριζαν. Το φρέσκο λάδι και τα μπαχαρικά στην "μπακλαβού" και τους "σαμσάδες" γαργαλούσαν την όρεξη, πρόκληση και εμπαιγμός για τη μέρα εκείνη, γιατί η Ιμβριώτισσα γυνάικα, άγρυπνος θεματοφύλακς της παράδοσης, δεν άφηνε κανέναν ν' αγγίξει τίποτα, γιατί αύριο παραμονή Χριστούγεννα, "Του Χριστού τα Γεννητούρια" θα μεταλάβαιναν όλοι στο σπίτι και έπρεπε να νηστέψουν.

Συνεχίζεται.....

Read more...

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Τα Δωδεκάμερα



Το Δωδεκαήμερο είναι μια χρονική περίοδος αλλιώτικη από τον άλλο χρόνο.
Οι νησιώτες, που μοχθούσαν όλο το χρόνο να κάνουν την σκληρή και άγονη γη να καρπίσει, περίμεναν τις μέρες τούτες όλο προσμονή και λαχτάρα. "Χ΄στοσκουλα" μόνο το όνομα γοήτευε.
Τα Χριστούγεννα για τους Ιμβριώτες δεν ήταν μονάχα μια κοσμογονική γιορτή, που άλλαξε τη μοίρα του ανθρώπινου γένους, αλλά και περίοδος διακοπών. Ολοι κάνουν τις διακοπές τους το καλοκαίρι, εμεις το χειμώνα. Δεκέμβρη και Γενάρη θα ξεκουραστούμε. Είχαμςε ρίξει τον σπόρο στη γη, μαζέψαμε τις ελές, τρυγήσαμε τ' αμπέλια και τα μελίσσια, στρέψαμε τα σφαχτά (τα ζώα και τα κοπάδια) στα χειμαδιά τους.
Γέμισαν κουπάνιες τα κατώγια. Πλυμένο και κοσκινισμένο το σιτάρι στ' αμπάρια. Μοσκοβολά το φρέσκο λάδι στα κιούπια. Χρισμένο το κρασί στις "σφίδες" για να μην ξεθυμάνει και χάσει το άρωμά του. Μοσχοβολά θυμάρι και πεύκο το μέλι στα τσουκάλια (τσουκαλίδες), τα όψιμα "πασχαλινά", τυρί, βούτυρο, γιαούρτι, σκεπασμένα με λευκή πετσέτα σφιχτά δεμένη, και οι πετρωτές μυζήθρες, αράδα στην "κανιά" στάζουν βούτυρο.
Το γουρούνι δεμένο στην αυλή, συλλογισμένο μέσα στο λάκκο που το ίδιο έσκαψε, μετρά θαρρείς τις μέρες του.
Ένα σφαχτό, 'νοματισμένο για τις μέρες τουτες,, δεμένο απ΄τα κέρατα στη ρίζα ενός δένδρου της αυλής περιμένει τη σειρά του. Το λίγο λίγο, ήταν η "ψωμούλα" του φτωχού, δηλαδή ένα αρνί ή ένα κατσίκι που το έτρεφε με ιδιαίτερη φροντίδα για τούτες τις γιορτές.
Με τα κατώγια λοιπόν γεμάτα αγαθά και τις καρδιές αισθήματα έμπαιναν οι Ιμβριώτες στ Δωδεκαμερο.

Συνεχίζεται...

Read more...

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

προξενιών συνέχεια


Μιλήσαμε για το μαύρισμα της παροξενιάς και το συσχετίσαμε με το μαύρισμα στις εκλογές. Όμως στην περίπτωση ενός αποτυχημένου προξενιού, το μαύρισμα ήταν πραγματικό. Την μαύριζαν την προξενίτρα με μουτζούρα από το τηγάνι. Γι' αυτό, όταν είχε κανείς σημάδι από μουτζούρα έλεγαν: "Προξενιά έκανες και σε μουτζούρωσαν;"
Εκτός από τον εαυτό της η προξενήτρα ήθελε να προστατέψει από την προσβολή και αυτόν που την έστειλε για προξενιά. Η αποτυχία μιας προξενιάς δηλώνονταν με την φράση " έφαγε χυλόπιτα" Και ήταν και τα πειράγματα "καλοφάγωτη η χυλόπιττα" έλεγαν.
Έφαγες τη χυλόποιτα με ξύλινο κουτάλι
μα κάνε την υπομονή όπως την κάναν κι άλλοι.
Αυτά γίνονταν σε περίπτωση αποτυχίας. Όταν όμως "η αμάδα πήγαινε στο σημάδι", όταν δηλαδή ο σκοπός πτεύχαινε, τότε η προξενήτρα επέστρεφε με το φανάρι ψηλά τώρα, για να φαίνεται από μακριά. Μια ψυχή πίσω από ένα παράθυρο περίμενε με αγωνία τον γυρισμό της! Στην επιτυχία η προξενήτρα έβγαινε με άσπρο πρόσωπο, δεν την είχαν μουτζουρώσει. Εκτός από ικανοποίηση, εισεπραττε μαζί με την ευγνωμοσύνη κι ένα καλό δώρο: ένα φουστάνι, ή ένα ζευγάρι παπούτσια ή ένα τσεμπέρι και χώρια τα παινέματα:
Ποιος είναι ο προξενητής που καν' αυτή τη χάρη
κι έσμιξε το μαλαμα με το μαργαριτάρι

Ναξερα τον προξενητή που καν΄αυτό το γάμο,
το μεγαλύτερο καλό ήθελα να τον κάνω.

Read more...

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

προξενιό


Όταν ανάμεσα σε ένα αγόρι και ένα κορίτσι υπήρχε ένας δεσμός και στα σπίτια των δύο νέων ήταν γνωστά τα συντελούμενα, τότε ένας τρίτος έμπαινε στη μέση σαν μεσολαβητής, για να μεταφέρει τη βούληση της μιας πλευράς προς την άλλη. Συνήθως την πρωτοβουλία έπαιρνε η οικογένεα της νύφης. Ηταν λοιπόν απαραίτητος ένας τρίτος. Ελεγαν: "Αν δεν πει άνθρωπος στην μέση, η δουλειά δεν τελείωνε". Έτσι λοιπόν ένας συγγενής η φίλος των δυο οικογενειών, έμπαινε στη μέση. Αυτός ο τρίτος ήταν ο προξενητής, η συχνότερα η προξενήτρα, γιατί τις πριο πολλές φορές μια γυναίκα αναλάμβανε τη δουλειά αυτή. Μια γυναίκα με πείρα και πειθώ.
Ο ρόλος της προξενήτρας ήταν πολύ λεπτός. Ηταν ενδεχόμενο να αντιμετωπισει ορισμένες επιφυλάξεις, για τις οποίες έπρεπε να έχει την ετοιμότητα και την δεξιοτεχνία να τις παρακάμψει, και το χειρότερο - σπάνιο αυτό - να συναντήσει απρόβλεπτη άρνηση και να προσβληθεί.
Λάβαινε λοιπόν τα μέτρα της. Πρώτα πρώτα αντλούσε κουράγιο από τον εαυτό της. Ελεγε: "Εγώ θα το πω και σαν το δεχθούν, σαν δε, η μισή ντροπή δική μου η μισή δική της".
Λάβαινε λοιπόν τα μέτρα της για να μην εκτεθεί σε περίπτωση άρνησης. Πήγαινε αργά τη νύχτα, κρατούσε το φανάρι ( λαδοφάναρο) κάτω από την ποδιά της, έκρυβε το πρόσωπο με το τσεμπέρι της που αν την συναντούσε κανείς στον δρόμο να μην την γνωρίσει., γιατί δεν ήταν μονάχα η αποτυχία αλλά και τα παρατράγουδα. Αν αποτύχαινε την μουτζούρωναν, την μάυριζαν, όπως λεν σε αποτυχία εκλογών σήμερα.

Συνεχίζεται....

Read more...