Για την Ιμβριώτισσα μάνα
«Επειδή ο Θεός δεν μπορεί να βρίσκεται παντού, έπλασε γι' αυτό τη μάνα», ειπώθηκε από τα χείλη κάποιου τόσο εύστοχα, αφού η μάνα είναι αυτή που με τη δύναμη του Θεού από τη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου και μέχρι να σφαλήσει τα γεμάτα στοργή και αστείρευτη ανιδιοτελή αγάπη μάτια της, αγωνιά και αγωνίζεται για την υγεία και την ευτυχία του σπλάχνου της.
Όπως έγραψε ο Κύπριος συγγραφέας και ποιητής Δημ. Ποταμίτης είναι: η Μάνα του Θεανθρώπου, η Μάνα Παναγιά, η Μάνα του ληστή, η Μάνα του στρατιώτη, η Μάνα του μαθητή, η Μάνα Κουράγιο, η Μάνα του καθενός από εμάς και θα προσθέταμε ασφαλώς και τη Μάνα του πρόσφυγα.
Δεν μπορούμε να παραλείψουμε τη Μάνα της Ανατολής που σε εποχές ηρεμίας και γαλήνης, παρά τον καθημερινό της μόχθο, προσπαθούσε να αναστήσει τα παιδιά της και ταυτόχρονα έβρισκε χρόνο για βεγγέρες στις γειτόνισσες και για αστειολογήματα στις βρύσες και στα σοκάκια.
Επειδή η Μάνα της Ανατολής είχε ξεκινήσει τον αγώνα της από παλιά, από τότε που κατάλαβε πως τα παιδιά της κινδυνεύουν, ας την δούμε από πιο κοντά. Μιας και μοιάζει με την δική μας μάνα, την Ιμβριώτισσα. Μαζεμένες θαρρείς όλες οι μανάδες, προσπαθούν να μαζέψουν κάτω από τα φτερά τους τα κλωσόπουλα, να μην τα εύρει η συμφορά και ο θάνατος.
Έζησε στις τραγικές ημέρες του πανικού, του ξεριζωμού, της ανείπωτης φρίκης στα καραβάνια του θανάτου ή στις λεηλατημένες από τους ατάκτους Τούρκους (τσέτες) πόλεις και στα χωριά στα παράλια της Ιωνίας, αλλά και στην ΚωνΠολη, τον Πόντο και την Καππαδοκία, όταν «Έπεφτε η μάνα και το παιδί δε στέκονταν να την σηκώσει, πέθαινε το παιδί κι η μάνα δεν προλάβαινε να το νεκροφιλήσει», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας Δ. Σωτηρίου.
Τη μάνα της πρώτης προσφυγικής γενιάς που ρακένδυτη, σωστό ερείπιο και χήρα -τις περισσότερες φορές- ήρθε στη μητέρα Ελλάδα και κατόρθωσε να στήσει και πάλι από την αρχή το νοικοκυριό της, να εργασθεί παράλληλα και να μεγαλώσει με χίλιες δυο θυσίες τα παιδιά της. Και κάτι ακόμη που οφείλουμε εξαρχής να υπογραμμίσουμε. Μάνες ήταν, δυο φορές μάλιστα, και οι γιαγιάδες αλλά κι εκείνες που είτε άτεκνες είτε μαζί με τα δικά τους παιδιά περιέθαλψαν και έσωσαν από βέβαιο θάνατο ορφανά παιδιά. Τα λάτρεψαν και μόχθησαν γι' αυτά κι ας μην ήταν οι φυσικές τους μητέρες.
Πολλά παλικάρια θα επιστρατευθούν παρά τη θέλησή τους στον τουρκικό στρατό και θα τοποθετηθούν στα γνωστά «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας), τάγματα Θανάτου για τους Έλληνες.
Δεν έχει άδικο ένας άλλο συγγραφέας, ο Βενέζης, όταν, μιλώντας για την προσφυγιά και τις χαροκαμένες μάνες, τις καψομάνες, αναφέρει ότι «ο θάνατος στο λαό μας έγινε πρόσωπο οικείο. Οι μητέρες μας μέσα στ' άλλα χρέη τους, μέσα στο χρέος ν' αναστήσουν τα παιδιά και να τους μάθουν την αγάπη, παράδοση είχαν να ετοιμάζουν και να φυλάγουν στα σεντούκια τους τα νεκροσάβανα της οικογένειας».
Όμως, τότε αναδείχθηκε το μεγαλείο της ψυχής της μάνας. Μονομιάς ξέχασε τους σκοτωμούς, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά. Αυτή που άλλοτε σε κάθε θάνατο δερνόταν, έκλαιγε και έσκιζε τα ρούχα της, τώρα άφησε το θρήνο και το μοιρολόι. Πού καιρός για τέτοια. Ρίχτηκε στη δουλειά. Να ζήσει το παιδί, το αδελφάκι, το κάθε αδύναμο πλάσμα της οικογένειας. Έγινε δούλα, πλύστρα, παραδουλεύτρα, εργάτρια.
Όποια ήξερε να πιάνει το βελόνι, τα βόλεψε καλύτερα. Το βελόνι έγινε τέχνη: ράψιμο, κέντημα, νταντέλα. Οι πλεκτοβελόνες δε σταματούσαν. Κάλτσες, ζακέτες, φουστάνια, κουρτίνες, κουβέρτες όλα για ένα κομμάτι ψωμί στους μαγαζάτορες. Ορισμένες αγόρασαν μια μηχανή Singer με το ποδαράκι, ενώ άλλες συνέχισαν την τέχνη του χαλιού, του κιλιμιού και των υφαντών στους αργαλειούς.
Υπήρξαν και εκείνες που επέλεξαν την αγροτική εγκατάσταση. Στα βαλτονέρια, στην ξερολιθιά, στο αλμυρό υπέδαφος, όπου τους δόθηκε κλήρος. Και αρχίζουν τον πόλεμο με τη γη και με όλα τα στοιχεία της φύσης: τις αναβροχιές, τις πλημμύρες, το χαλάζι. Παλεύουν με τις παγωνιές του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού. Όμως δε βαρυγκομούν, καθώς μία είναι η λαχτάρα τους: να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα καμαρώσουν παλικάρια και κοπέλες με δικά τους σπιτικά και δική τους οικογένεια. Γι' αυτό και δούλεψαν μερόνυχτα. Τα ροζιασμένα τους χέρια διοχέτευσαν στη γη, μαζί με το σπόρο και το φυτό, την ουσία της ψυχής τους.
Το θαύμα δεν άργησε, χάρη στο δικό τους μόχθο, το άκαμπτο πείσμα τους, τη σιδερένια θέληση. Γρήγορα έστησαν και πάλι το νοικοκυριό τους. Άστραψαν τα σπιτικά τους, όλα πεντακάθαρα, όλα κεντημένα. Οι κουβέρτες στο κρεβάτι, τα κουρτινάκια στα παράθυρα. Κεντημένα και κολλαριστά.
Το φτωχικό και άγονο χώμα μεταμορφώθηκε σε αφράτη και γόνιμη γη. Πράσινη ευλογία όλες οι εκτάσεις με αμέτρητα καρποφόρα δέντρα, περιβόλια και πολλά γεννήματα. Σταδιακά δημιουργήθηκαν νέες προσφυγικές εγκαταστάσεις. Νέα χωριά και χωριουδάκια. Μικροί και μεγάλοι οικισμοί έξω από τις πόλεις, σε όλη την περιφέρεια, που βαπτίστηκαν με τ' όνομα του γενέθλιου τόπου προσθέτοντας και τη λέξη «Νέος» μπροστά, όπως ο Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία κλπ
Οι ξεριζωμένοι πήραν μαζί τους από τις εστίες τους και τις παραδόσεις τους, όλο το παρελθόν με τις άσβηστες μνήμες. Στην προσφυγιά τα περασμένα δεν έγιναν ξεχασμένα. Έμειναν ολοζώντανα, ακόμη και τα γλέντια, τα τραγούδια, η μουσική, τα ξεφαντώματα. Τα έθιμα, τα φαγητά, οι αξίες όλα ανέπαφα χάρη στους συλλόγους, τα σωματεία, μα κυρίως χάρη στις άξιες μάνες που έμειναν όρθιες σε όλες τις μπόρες και τις φουρτούνες του ουρανού και της γης Χωρίς ρίζες και σε ξένο χώμα, έστω και αν ήταν της μητέρας Πατρίδας και παρ' ότι γνώρισαν την απονιά, δε λύγισαν στιγμή. Ρίζωσαν και φύτρωσαν και άνθισαν τα βλαστάρια τους, που πλούσια και ευλογημένα πλημμύρισαν την Ελλάδα.
Δανειζόμαστε τον εξαιρετικό συλλογισμό της Ιφιγένειας Χρυσοχοόυ. Ενέταξε τη Μάνα μεταξύ των επτά μεγαλύτερων καλών του κόσμου, τα οποία αξίζει να σημειωθεί ότι είναι όλα γένους θηλυκού, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα επτά κακά του κόσμου, όλα αρσενικά. Η Ειρήνη έχει αντίθετό της τον Πόλεμο. Η Ζωή το Θάνατο. Η Μάνα, το Χάρο. Η Ελευθερία, το Ζυγό. Η Σιγουριά, τον Κίνδυνο. Η Ησυχία, το Τρόμο. Η Σωτηρία, το Χαμό.
Στην Ιμβριώτισσα μάνα, ο πνευματικός της πατέρας ο Πατριάρχης, έχει να πει:
«Στην Παναγία ακουμπούσαμε πάντα οι Ίμβριοι. Και σε καλές εποχές και σε δύσκολες. Και τότε που τα χωριά μας έσφυζαν από ζωή, και τώρα που μείναμε λίγοι να φυλάγουνε τις μνήμες και τα μνήματα, τα όνειρα και τ' αγιασμένα χώματα. Στην Παναγία τρέχανε και τρέχουμε, όπως τα παιδιά στην μητέρα τους. Την νοιώθουμε Μητέρα μας - Ιμβριώτισσα Μάνα της αιωνιότητος. Και όσοι ζουν πολύ μακριά από το γενέθλιο χώμα, την έχουν πάρει μαζί τους: «Παναγία Ξενιτεμένη», φύλακα και προστάτιδα των οραματισμών και των ελπίδων τους - λιμάνι στις πολλές φουρτούνες της ζωής τους - πολύ θα ήθελα να ήμουν μαζί σας τις άγιες αυτές ημέρες. Να σας δω ένα - ένα, να σας χαρώ. Να σας λειτουργήσω, να κοινωνήσουμε μαζί τη ζωή και την χαρά του κόσμου, που είναι ο Χριστός. Να παρακολουθήσω κι εγώ τα εφετεινά «Νιμπριώτ' κα» (Ιμβριώτικα), να ακούσω τη μουσική μας, να δω τους χορούς μας, να επισκεφθώ την έκθεση φωτογραφίας ...; ένας προσκυνητής κι εγώ της ιερής γης των προγόνων μας, που την πότισαν με πολύ ιδρώτα και με δάκρυα πολλά, και η καρδιά μου θα πάλλει στους παλμούς της δικής σας καρδιάς.
. Τα καλοκαίρια είναι όμορφα στην Ίμβρο, και το αντάμωμα συγγενών και φίλων τα κάνει ακόμη πιο όμορφα. Τα κάνει πιο όμορφα και ζωντανά και χαρούμενα η παρουσία τόσων Ιμβρίων νέων που αγαπούν περιπαθώς τον τόπο μας και τον επισκέπτονται και ανακαινίζουν τα σπίτια τους και ξαναζωντανεύουν τα παραδοσιακά πανηγύρια μας και μας θυμίζουν τα δικά μας όμορφα παιδικά και νεανικά χρόνια στην Ίμβρο μας. Αγαπητά μας, Ιμβριωτόπουλα, σας ευχαριστούμε γι' αυτά όλα κι εγώ σας ευλογών από καρδιάς ...;»
Χρόνια πέρασαν πολλά από τότε που αποχαιρέτησε τα παιδιά της. Τα είδε που ξανοίχτηκαν στο πέλαγο ζητώντας καλύτερες μέρες. Εκείνη ξέμεινε πίσω, μέσα στα χαλάσματα να περιμένει το γυρισμό.
Ώσπου ήρθε η μέρα. Ξημέρωσε θαρρείς Ανάσταση. Στην αρχή δειλά, ύστερα δυο δυο, αργότερα περισσότεροι, πήραν να ξαναστήνουν εκείνο το σπιτικό που τους είχε αφαιρεθεί με τη βία. Η μάνα, δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα της. Είχε στην αρχή σκιαχτεί πως δεν θα ξανανταμώσει τα παιδιά της. Αλλά, εκείνα είχαν πάρει εικόνισμα μαζί και όρκο πως μια μέρα θα γυρνούσαν στην αγκαλιά της.
Σπίτια ξεφυτρώνουν εκεί που πριν είχαν βγει αγριόχορτο και λησμονιά. Οι τοίχοι και οι αυλές ασβεστώνονται ξανά, μέσα σε μικρούς τενεκέδες φυτεύεται βασιλικός. Τα περβάζια γεμίζουν γλάστρες. Και η καρδιά της ιμβριώτισσας μάνας χαρά και ελπίδα.
Η ξενιτεμένη μάνα, είναι η στοργική μάνα που δεν ξεχωρίζει τώρα πια τη γη που την θρέφει, εκείνη και τα παιδιά της. Αρκεί να είναι ανάμεσα σε ανθρώπους που πονούν για την ιστορία, το παρελθόν και το μέλλον. Να είναι ανάμεσα στα παιδιά της για να αρμενίζουν τον καιρό με ρότα την ελπίδα πως η λησμοσύνη δεν θα κλείσει τα μάτια και τα αυτιά της. Ακόμα ούτε και ο ίδιος ο θάνατος. Γι' αυτήν, την Ιμβριώτισσα μάνα, θάνατος είναι μόνο η λησμονιά.